κάθιδρος

κάθιδρος
ος , ον потный, обливающийся потом;

γίνομαι κάθιδρος — обливаться потом


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κάθιδρος" в других словарях:

  • κάθιδρος — sweating violently masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάθιδρος — η, ο (AM κάθιδρος, ον, Α και καθίδρως, ωτος, ό, ή) γεμάτος ιδρώτα, καταϊδρωμένος, βουτηγμένος στον ιδρώτα, κατακουρασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ιδρος (< ἱδρώς) πρβλ. άν ιδρος, έφ ιδρος] …   Dictionary of Greek

  • κάθιδρος — η, ο βουτηγμένος στον ιδρώτα, καταϊδρωμένος: Το καλοκαίρι, όσοι εργάζονται σε σκληρές δουλειές, γίνονται κάθιδροι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθίδρως — κάθιδρος sweating violently adverbial κάθιδρος sweating violently masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • καθίδρως — καθίδρως, ωτος, ὁ, ἡ (Α) βλ. κάθιδρος …   Dictionary of Greek

  • καθιδρώ — καθιδρῶ, όω (AM) [κάθιδρος] (επιτατ. τού ιδρώ, όω) είμαι καταϊδρωμένος, ιδρώνω πολύ, λούζομαι στον ιδρώτα …   Dictionary of Greek

  • κατιδίω — (Α) είμαι κάθιδρος, εργάζομαι ιδρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰδίω «ιδρώνω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»